regulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- regulation < regulat(e) + -ion
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɹɛɡjʊˈleɪʃən/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : reg‐u‐la‐tion
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
regulation | regulations |
regulation (en)
- ρύθμιση, ρεγουλάρισμα (πχ ενός μηχανήματος)
- frequency regulation mechanism - μηχανισμός για τη ρύθμιση της συχνότητας
- ρύθμιση, κανονισμός, διάταξη, νομικός κανόνας
- Regulation (EC) No 717/2007 of the European Parliament - Κανονισμός (ΕΚ) 717/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Επίθετο[επεξεργασία]
regulation (en)