regulate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | regulate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | regulates |
αόριστος | regulated |
παθητική μετοχή | regulated |
ενεργητική μετοχή | regulating |
Ρήμα[επεξεργασία]
regulate (en)
- ρυθμίζω
- ↪ They will be regulated by a new law.
- (Αυτοί) θα ρυθμιστούν με νέο νόμο.
- ↪ They will be regulated by a new law.