regulate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας regulate
γ΄ ενικό ενεστώτα regulates
αόριστος regulated
παθητική μετοχή regulated
ενεργητική μετοχή regulating

regulate (en)

  • ρυθμίζω
    ⮡  They will be regulated by a new law.
    (Αυτοί) θα ρυθμιστούν με νέο νόμο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]