permissible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός permissible
συγκριτικός more permissible
υπερθετικός most permissible

Επίθετο[επεξεργασία]

permissible (en)

  • (επίσημο) επιτρεπτός, που είναι αποδεκτό σύμφωνα με το νόμο ή ένα συγκεκριμένο σύνολο κανόνων
    a permissible speed - επιτρεπτή ταχύτητα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allowable

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

permissible (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]