permissible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | permissible |
συγκριτικός | more permissible |
υπερθετικός | most permissible |
Επίθετο[επεξεργασία]
permissible (en)
- (επίσημο) επιτρεπτός, που είναι αποδεκτό σύμφωνα με το νόμο ή ένα συγκεκριμένο σύνολο κανόνων
Πηγές[επεξεργασία]
- permissible - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 330. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιτρεπτός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
permissible (fr)
- που επιτρέπεται, επιτρεπτός