χρωστική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χρωστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωστική θηλυκό
- (χημεία, τεχνολογία) αδιάλυτη ουσία στα κύτταρα που δίνει χρώμα στον ιστό από αυτά τα κύτταρα, πχ. στο δέρμα και τα μαλλιά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χρωστική