χρωστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρωστική < χρωστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρωστική θηλυκό
- ουσία στα κύτταρα που δίνει χρώμα στον ιστό από αυτά τα κύτταρα, πχ. στο δέρμα και τα μαλλιά
- τα φύλλα των φυτών περιέχουν χλωροφύλλη, μια χρωστική που τους προσδίδει το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χρωστική