σεκάνς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεκάνς < (λόγιο δάνειο) γαλλική séquence[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεκάνς θηλυκό άκλιτο

  • (κινηματογράφος) μια σκηνή ή συνήθως μια σειρά από σκηνές σε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που εισάγουν μια θεματική ενότητα
    ※  Σεκάνς, λοιπόν, είναι το αντίστοιχο «κεφάλαιο» ενός λογοτεχνικού έργου όπου η δράση «κλείνει» και ταυτόχρονα εξελίσσεται ή μένει μετέωρη για να προχωρήσει στις επόμενες σεκάνς ή σκηνές σε απλά ελληνικά.
    Γιατί... λέμε «κινηματογραφική σεκάνς»;, (6 Νοεμβρίου 2002), Τα Νέα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]