σεκάνς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεκάνς < (λόγιο δάνειο) γαλλική séquence[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεκάνς θηλυκό άκλιτο
- (κινηματογράφος) μια σκηνή ή συνήθως μια σειρά από σκηνές σε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό έργο που εισάγουν μια θεματική ενότητα
- ※ Σεκάνς, λοιπόν, είναι το αντίστοιχο «κεφάλαιο» ενός λογοτεχνικού έργου όπου η δράση «κλείνει» και ταυτόχρονα εξελίσσεται ή μένει μετέωρη για να προχωρήσει στις επόμενες σεκάνς ή σκηνές σε απλά ελληνικά.
- Γιατί... λέμε «κινηματογραφική σεκάνς»;, (6 Νοεμβρίου 2002), Τα Νέα
- ※ Σεκάνς, λοιπόν, είναι το αντίστοιχο «κεφάλαιο» ενός λογοτεχνικού έργου όπου η δράση «κλείνει» και ταυτόχρονα εξελίσσεται ή μένει μετέωρη για να προχωρήσει στις επόμενες σεκάνς ή σκηνές σε απλά ελληνικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεκάνς
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σεκάνς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)