labia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

labia < (άμεσο δάνειο) λατινική labia, πληθυντικός του labium

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

labia (en) πληθυντικός (ενικός: labium)

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈla.bi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: la‐bi‐a

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

labia (la) θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική labia labiae
γενική labiae labiārum
δοτική labiae labiīs
αιτιατική labiam labiās
κλητική labia labiae
αφαιρετική labiā labiīs
(α' κλίση)

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

labia < (άμεσο δάνειο) λατινική labia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

labia (făba) θηλυκό