benign

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

benign (en)

  1. ήπιος, ευγενικός
  2. καλοήθης (όχι εξαιρετικά επικίνδυνος)
    a benign tumor - καλοήθης όγκος