φατνίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φατνίο τα φατνία
      γενική του φατνίου των φατνίων
    αιτιατική το φατνίο τα φατνία
     κλητική φατνίο φατνία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φατνίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φατνίον[1] < αρχαία ελληνική φάτνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φατνίο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]