climbing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

climbing (en) (μη μετρήσιμο)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

climbing (en)