climbing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (αθλητισμός) η αναρρίχηση
the sport of climbing - το άθλημα της αναρρίχησης
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]climbing (en)