Μετάβαση στο περιεχόμενο

αρκουδοπούρναρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκουδοπούρναρο τα αρκουδοπούρναρα
      γενική του αρκουδοπούρναρου των αρκουδοπούρναρων
    αιτιατική το αρκουδοπούρναρο τα αρκουδοπούρναρα
     κλητική αρκουδοπούρναρο αρκουδοπούρναρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρκουδοπούρναρο < αρκούδ(α) + -ο- + πουρνάρ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρκουδοπούρναρο ουδέτερο

  • (φυτό) αειθαλές δέντρο του είδους Ilex aquifolium με σκούρα πράσινα αγκαθωτά φύλλα και μικρούς κόκκινους καρπούς
      Ξάπλωσε εκεί, κάτω από το αρκουδοπούρναρο που είναι στην άκρη του γκρεμού, και την περίμενε μ' όλο που ήτανε σίγουρος πως δεν θα 'ρθει. (Σωτήρης Πατατζής Νεράιδα του βυθού [διήγημα]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]