αναδίπλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδίπλωση | οι | αναδιπλώσεις |
γενική | της | αναδίπλωσης* | των | αναδιπλώσεων |
αιτιατική | την | αναδίπλωση | τις | αναδιπλώσεις |
κλητική | αναδίπλωση | αναδιπλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδιπλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδίπλωση < αρχαία ελληνική ἀναδίπλωσις < ἀναδιπλόω / ἀναδιπλῶ < διπλόω / διπλῶ < διπλόος / διπλοῦς < δι- + -πλόος / -πλοῦς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναδίπλωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναδιπλώνω
- ο σχηματισμός δίπλας, πτυχής
- (γραμματική) σχήμα λόγου, σύμφωνα με το οποίο έχουμε εμφατική άμεση επανάληψη μιας λέξης ή μιας φράσης
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) η διευθέτηση του κειμένου γύρω από μια εικόνα ή ένα πίνακα σ’ ένα πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου
- Ορίσετε τις επιλογές για την αναδίπλωση κειμένου. Πρώτη παράγραφος: Εκκινεί μία νέα παράγραφο κάτω από το αντικείμενο αφού πιέσετε το πλήκτρο Enter. Η απόσταση μεταξύ των παραγράφων καθορίζεται από το μέγεθος του αντικειμένου. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αναδιπλώνω και διπλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδίπλωση
|