αναδιπλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναδιπλώνω < αρχαία ελληνική ἀναδιπλόω / ἀναδιπλῶ < διπλόω / διπλῶ < διπλόος / διπλοῦς < δι- + -πλόος / -πλοῦς (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική replier)

Ρήμα[επεξεργασία]

αναδιπλώνω (παθητική φωνή: αναδιπλώνομαι)

  1. διπλώνω (ξανά)
  2. (στρατιωτικός όρος) υποχωρώ, συμπτύσσω
  3. (μεταφορικά) υποχωρώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]