money

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
money < μέση αγγλική moneye / moneie < αγγλονορμανδική muneie < λατινική moneta < Moneta (προσωνύμιο της θεάς Juno / Ήρας, (κυριολεκτικά) σύμβουλος) < moneo < πρωτοϊταλική *moneō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *monéyeti < *men- (σκέφτομαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmʌni/ & /ˈmɐni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: mon‐ey

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

money (en)

  1. το χρήμα, τα λεφτά
    He’s flush with cash.
    Είναι γεμάτος χρήμα.
    He doesn’t have a lot of money.
    Δεν έχει πολλά χρήματα.
    All of my money is in shares.
    Όλα τα χρήματα μου είναι σε μετοχές.
    Money is the root of all evil.
    Από το χρήμα ξεκινάνε όλα τα κακά.
    Robbers attacked a money delivery.
    Ληστές επιτέθηκαν σε χρηματαποστολή.
  2. το νόμισμα