φωβισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωβισμός | οι | φωβισμοί |
γενική | του | φωβισμού | των | φωβισμών |
αιτιατική | τον | φωβισμό | τους | φωβισμούς |
κλητική | φωβισμέ | φωβισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωβισμός αρσενικό
- ρεύμα της τέχνης στα τέλη του 19ου αιώνα με έντονα χρώματα και περιγράμματα για να κοντράρει τα απαλά ή ρεαλιστικά χρώματα του ιμπρεσιονισμού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φωβισμός στη Βικιπαίδεια