export
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
export (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
export (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
export (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- export, συντόμευση του exportation
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
export | exports |
export (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
export (ro) ουδέτερο