sentiment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sentiment | sentiments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sentiment (en)
- το αίσθημα, η γνώμη του κοινωνικού συνόλου για κάτι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sentiment | sentiments |
sentiment (fr) αρσενικό
- το αίσθημα