έκκεντρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκκεντρο | τα | έκκεντρα |
γενική | του | έκκεντρου | των | έκκεντρων |
αιτιατική | το | έκκεντρο | τα | έκκεντρα |
κλητική | έκκεντρο | έκκεντρα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έκκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έκκεντρος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excentrique
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έκκεντρο ουδέτερο
- (μηχανική) τμήμα μηχανής που περιστρέφεται παλινδρομικά γύρω από άξονα που δεν περνάει ακριβώς από το κέντρο του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
έκκεντρο