έκκεντρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκκεντρο τα έκκεντρα
      γενική του έκκεντρου των έκκεντρων
    αιτιατική το έκκεντρο τα έκκεντρα
     κλητική έκκεντρο έκκεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έκκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έκκεντρος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excentrique

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έκκεντρο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

έκκεντρο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του έκκεντρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έκκεντρος