delivery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
delivery | deliveries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
delivery (en)
- η παράδοση (ενός πράγματος στον προορισμό του ή στις αρχές)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο τοκετός, η γέννα
- ↪ a painless delivery - ανώδυνος τοκετός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη childbirth
- η χορήγηση (ενός φαρμάκου)
- η έκφραση, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζεται, μιλάει
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- delivery - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 882. ISBN 9780194325684., λήμμα: τοκετός