Μετάβαση στο περιεχόμενο

delivery

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
delivery deliveries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

delivery (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράδοση ενός πράγματος στον προορισμό του ή στις αρχές
      Delivery of the goods happened the same day.
    Η παράδοση των εμπορευμάτων έγινε αυθημερόν.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο τοκετός, η γέννα
      a painless delivery - ανώδυνος τοκετός
      May your delivery go well!
    Με το καλό να ελευθερωθείς!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη childbirth
  3. η χορήγηση (ενός φαρμάκου)
  4. η έκφραση, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζεται, μιλάει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]