delivery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
delivery | deliveries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
delivery (en)
- η παράδοση (ενός πράγματος στον προορισμό του ή στις αρχές)
- η γέννα
- η χορήγηση (ενός φαρμάκου)
- η έκφραση, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζεται, μιλάει