Μετάβαση στο περιεχόμενο

χορήγηση

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: χορήγημα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορήγηση οι χορηγήσεις
      γενική της χορήγησης* των χορηγήσεων
    αιτιατική τη χορήγηση τις χορηγήσεις
     κλητική χορήγηση χορηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χορηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χορήγηση < ελληνιστική κοινή χορήγησις < αρχαία ελληνική χορηγέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χορήγηση θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]