deliver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | deliver |
γ΄ ενικό ενεστώτα | delivers |
αόριστος | delivered |
παθητική μετοχή | delivered |
ενεργητική μετοχή | delivering |
Ρήμα[επεξεργασία]
deliver (en)
- απελευθερώνω κάποιον από κάτι
- γεννώ ένα παιδί
- ξεγεννώ, βοηθώ σε έναν τοκετό
- παραδίδω
- εκφράζω κάτι με λόγια