deliver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | deliver |
γ΄ ενικό ενεστώτα | delivers |
αόριστος | delivered |
παθητική μετοχή | delivered |
ενεργητική μετοχή | delivering |
Ρήμα[επεξεργασία]
deliver (en)
- (μεταβατικό) εκφωνώ, βγάζω λόγο, κάνω ομιλία, δίνω παράσταση κτλ.· κάνω επίσημη δήλωση
- ↪ The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
- Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
- ↪ The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
- απελευθερώνω κάποιον από κάτι
- γεννώ ένα παιδί
- ξεγεννώ, βοηθώ σε έναν τοκετό
- παραδίδω