deliver

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας deliver
γ΄ ενικό ενεστώτα delivers
αόριστος delivered
παθητική μετοχή delivered
ενεργητική μετοχή delivering

Ρήμα[επεξεργασία]

deliver (en)

  1. απελευθερώνω κάποιον από κάτι
  2. γεννώ ένα παιδί
  3. ξεγεννώ, βοηθώ σε έναν τοκετό
  4. παραδίδω
  5. εκφράζω κάτι με λόγια

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]