κουλτούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουλτούρα οι κουλτούρες
      γενική της κουλτούρας των κουλτουρών
    αιτιατική την κουλτούρα τις κουλτούρες
     κλητική κουλτούρα κουλτούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουλτούρα < γερμανική Kultur < λατινική cultura < colo (καλλιεργώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουλτούρα θηλυκό

  1. η καλλιέργεια του πνεύματος, η παιδεία αλλά και η συνολική πνευματική παράδοση και δημιουργία ενός κοινωνικού συνόλου ή μιας κοινωνικής ομάδας
    αξιοπρόσεκτη είναι η συμμετοχή της κουλτούρας των μειονοτικών πληθυσμών στο γενικότερο πολιτισμό μιας χώρας
  2. υποτιμητικά, η έννοια της σοβαροφάνειας και ενδεχομένως η επίδειξη σε θέματα διανόησης
    ε, δε γίνεται να μη στρέψει το ζήτημα ξανά εκεί που θέλει, για να μας δείξει ότι δήθεν έχει κουλτούρα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]