Μετάβαση στο περιεχόμενο

filler

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
filler fillers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
filler < fill + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filler (en)

  • (γλωσσολογία) η λέξη χωρίς συγκεκριμένη σημασία, όταν ο ομιλητής προσπαθεί να βρει καλύτερη διατύπωση της σκέψης του ή, ειδικότερα, όταν προσπαθεί να θυμηθεί τη συνέχεια ενός κειμένου που το εκφωνεί από μνήμης.
    παράδειγμα  In this example, “uh” is the filler: -Why didn’t you study? -Uh… I forgot!
    Σε αυτό το παράδειγμα «εεε» είναι το filler: -Γιατί δεν σπούδασες; -Εεε… το ξέχασα!
     συνώνυμα: filled pause

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • filler - Cambridge Dictionary online