Μετάβαση στο περιεχόμενο

βλάστηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλάστηση οι βλαστήσεις
      γενική της βλάστησης* των βλαστήσεων
    αιτιατική τη βλάστηση τις βλαστήσεις
     κλητική βλάστηση βλαστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βλαστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλάστηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βλάστηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]