label
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
label | labels |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- label < μέση αγγλική label < παλαιά γαλλική label, lambel < φραγκική labba < πρωτογερμανική lappōn, lappô < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *leb-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
label (en)
- η ετικέτα
- η ετικέτα, ο συνήθως αυθαίρετος χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κάποιον
- ※ A name is a label that is used to distinguish one thing from another. [1]
- «Το όνομα είναι μια ετικέτα που χρησιμοποιείται για να διακρίνει το ένα πράγμα από το άλλο.»
- ※ A name is a label that is used to distinguish one thing from another. [1]
- η μάρκα
Ρήμα[επεξεργασία]
label (en)
- κολλώ μια ετικέτα
- βάζω σε κάποιον μια ετικέτα, του αποδίδω έναν χαρακτηρισμό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
label στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) What is a Computer Hostname?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-21. Προσπέλαση 2020-07-30.
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
label | labels |
label (fr) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)