Μετάβαση στο περιεχόμενο

πρόσημο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόσημο τα πρόσημα
      γενική του πρόσημου
& προσήμου
των πρόσημων
& προσήμων
    αιτιατική το πρόσημο τα πρόσημα
     κλητική πρόσημο πρόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόσημο < προ- + -σημο, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Vorzeichen

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόσημο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]