μάργα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάργα | οι | μάργες |
γενική | της | μάργας | των | μαργών |
αιτιατική | τη | μάργα | τις | μάργες |
κλητική | μάργα | μάργες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάργα < (λόγιο δάνειο) λατινική marga (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάργα θηλυκό
- (γεωλογία, ορυκτολογία) μαλακό ιζηματογενές πέτρωμα, με ποικίλη σύσταση, που απαντάται σε ακτές υδάτινων όγκων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)