Μετάβαση στο περιεχόμενο

μάργα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάργα οι μάργες
      γενική της μάργας των μαργών
    αιτιατική τη μάργα τις μάργες
     κλητική μάργα μάργες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μάργα < (λόγιο δάνειο) λατινική marga (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μάργα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]