pool
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pool (en)
- μικρή λίμνη, λιμνούλα
- πισίνα
- μπιλιάρδο (με στοίχημα)
- (πληροφορική) σύνολο ομοειδών πόρων που είναι έτοιμοι για χρήση σε ένα υπολογιστικό σύστημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
(πληροφορική) pool στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pool (nl)