Μετάβαση στο περιεχόμενο

dealer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dealer dealers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dealer < deal + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dealer (en)

  1. ο/η έμπορος, ο διακινητής/ η διακινήτρια, ο μεταπωλητής, εμπορικός αντιπρόσωπος
      a wholesale dealer - έμπορος χονδρικής
  2. ο/η ντίλερ, αυτός που διακινεί ναρκωτικά
      The police arrested a dealer in the city center.
    Η αστυνομία συνέλαβε έναν ντίλερ στο κέντρο της πόλης.
     συνώνυμα: drug dealer
  3. (χαρτοπαίγνιο) ο κρουπιέρηςκρουπιέρισσα, ο/η ντίλερ
      The dealer dealt the cards.
    Ο κρουπιέρης/ντίλερ μοίρασε τα χαρτιά.
      She’s a dealer in a Las Vegas casino.
    Είναι κρουπιέρισσα σε καζίνο του Λας Βέγκας.
      The dealer explained to us the rules of the game.
    Ο κρουπιέρης μας εξήγησε τους κανόνες του παιχνιδιού.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /di.le/

dealer (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dealer dealers

dealer (fr) αρσενικό