dealer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dealer | dealers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dealer (en)
- ο/η έμπορος, ο διακινητής/ η διακινήτρια, ο μεταπωλητής, εμπορικός αντιπρόσωπος
- ⮡ a wholesale dealer - έμπορος χονδρικής
- ο/η ντίλερ, αυτός που διακινεί ναρκωτικά
- ⮡ The police arrested a dealer in the city center.
- Η αστυνομία συνέλαβε έναν ντίλερ στο κέντρο της πόλης.
- ≈ συνώνυμα: drug dealer
- ⮡ The police arrested a dealer in the city center.
- (χαρτοπαίγνιο) ο κρουπιέρης/η κρουπιέρισσα, ο/η ντίλερ
- ⮡ The dealer dealt the cards.
- Ο κρουπιέρης/ντίλερ μοίρασε τα χαρτιά.
- ⮡ She’s a dealer in a Las Vegas casino.
- Είναι κρουπιέρισσα σε καζίνο του Λας Βέγκας.
- ⮡ The dealer explained to us the rules of the game.
- Ο κρουπιέρης μας εξήγησε τους κανόνες του παιχνιδιού.
- ⮡ The dealer dealt the cards.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]dealer (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dealer | dealers |
dealer (fr) αρσενικό
- το βαποράκι, ο ναρκέμπορος