κρουπιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρουπιέρης < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική croupier + -ης[1] < croupe (καπούλια αλόγου) < φραγκικά *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω). Κυριολεκτικά: αυτός που καθόταν στα καπούλια του αλόγου, ο βοηθός. Από τον 17ο αιώνα: βοηθός σε τυχερό παιχνίδι.[2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρουπιέρης αρσενικό (θηλυκό και κρουπιέρισσα)
- (επάγγελμα) άτομο που δουλεύει σε καζίνο ή χαρτοπαιχτική λέσχη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- γκρουπιέρης (προφορικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γκρουπ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κρουπιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)