γκρουπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκρουπ < (άμεσο δάνειο) γαλλική groupe < ιταλική gruppo < δημώδης λατινική *gruppo < φραγκική *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρουπ ουδέτερο άκλιτο
- μικρή ομάδα ανθρώπων
- το μουσείο ήταν γεμάτο γκρουπ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Γιούρογκρουπ / Γιουρογκρούπ
- γκρουπάκι
- γκρουπάρω
- (παρωχημένο) γρούπος
- κρουπιέρης / γκρουπιέρης
- κρουπιέρισσα / γκρουπιέρισσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)