ντίλερ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντίλερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) ο μεταπωλητής, ο διακινητής εμπορικού προϊόντος εκτός καταστήματος
- (επάγγελμα) ο διακινητής ναρκωτικών ή άλλων παράνομων ουσιών ή προϊόντων
- (χαρτοπαίγνιο) ο κρουπιέρης, αυτός που μοιράζει τα φύλλα της τράπουλας ή συντονίζει το παιχνίδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)