Μετάβαση στο περιεχόμενο

broker

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
broker brokers

broker (en)

  1. (επάγγελμα) ο μεσίτηςμεσίτρια
      He hired a broker to find him an apartment.
    Έβαλε μεσίτη να του βρει διαμέρισμα.
  2. (επάγγελμα) ο μεσίτηςμεσίτρια, επιχειρηματίας που ασχολείται με αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο
      Brokers on the stock exchange are worried about market volatility.
    Οι μεσίτες στο χρηματιστήριο ανησυχούν για την αστάθεια της αγοράς.
     συνώνυμα: stockbroker
  3. ο μεσίτηςμεσίτρια, πρόσωπο που κανονίζει τις λεπτομέρειες μιας συμφωνίας μεταξύ δύο ομάδων ή χωρών που διαφωνούν μεταξύ τους
      He acted as a broker in the deal between the two companies.
    Έπαιξε ρόλο μεσίτη στη συμφωνία μεταξύ των δύο εταιρειών.
      We need a neutral broker to get the dispute resolved.
    Χρειαζόμαστε έναν ουδέτερο μεσίτη για να λυθεί η διαφορά.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
broker < αγγλική broker

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʁɔ.kœʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
broker brokers

broker (fr) αρσενικό

  1. ο χρηματιστής
     συνώνυμα: trader
  2. (κατ’ επέκταση) ο πράκτορας
     συνώνυμα: courtier