broker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

broker (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
broker < αγγλική broker

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʁɔ.kœʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
broker brokers

broker (fr) αρσενικό

  1. ο χρηματιστής
     συνώνυμα: trader
  2. (κατ’ επέκταση) ο πράκτορας
     συνώνυμα: courtier