broker
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
broker | brokers |
broker (en)
- (επάγγελμα) ο μεσίτης/η μεσίτρια
- ⮡ He hired a broker to find him an apartment.
- Έβαλε μεσίτη να του βρει διαμέρισμα.
- ⮡ He hired a broker to find him an apartment.
- (επάγγελμα) ο μεσίτης/η μεσίτρια, επιχειρηματίας που ασχολείται με αγοραπωλησίες στο χρηματιστήριο
- ⮡ Brokers on the stock exchange are worried about market volatility.
- Οι μεσίτες στο χρηματιστήριο ανησυχούν για την αστάθεια της αγοράς.
- ≈ συνώνυμα: stockbroker
- ⮡ Brokers on the stock exchange are worried about market volatility.
- ο μεσίτης/η μεσίτρια, πρόσωπο που κανονίζει τις λεπτομέρειες μιας συμφωνίας μεταξύ δύο ομάδων ή χωρών που διαφωνούν μεταξύ τους
- ⮡ He acted as a broker in the deal between the two companies.
- Έπαιξε ρόλο μεσίτη στη συμφωνία μεταξύ των δύο εταιρειών.
- ⮡ We need a neutral broker to get the dispute resolved.
- Χρειαζόμαστε έναν ουδέτερο μεσίτη για να λυθεί η διαφορά.
- ⮡ He acted as a broker in the deal between the two companies.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- broker < αγγλική broker
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
broker | brokers |
broker (fr) αρσενικό