broker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]broker (en)
- χρηματιστής
- μεσίτης
- πράκτορας (ναυτιλιακός, ασφαλιστικός κλπ)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- broker < αγγλική broker
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
broker | brokers |
broker (fr) αρσενικό