courtier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
courtier (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courtier | courtiers |
θηλυκό | courtière | courtières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
courtier (fr)
- αντιπρόσωπος μιας εταιρείας (εμπορικής, μεσιτικής, κ.α.)
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) μεσάζων