brokerage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brokerage (en)

  1. χρηματιστηριακή ή μεσιτική εταιρεία
  2. η αμοιβή που δίνεται σε έναν χρηματιστή ή μεσίτη

Συγγενικά[επεξεργασία]