χρηματιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηματιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρηματιστής[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xɾi.ma.tiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρη‐μα‐τι‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηματιστής αρσενικό (θηλυκό χρηματίστρια)
- (επάγγελμα) που ασχολείται με το χρηματιστήριο
- ※ -Ἐδῶ, κύριοι, βλέπετε μὲ μεγάλες ἀπορίες / τοῦ νέου δανείου τῆς «ὀψιὸν» καὶ τῆς «ὑπερημερίες» / ποῦ τό κλεισε στὸ Παρίσι ὁ κ. Βαλαωρίτης, / καὶ βάλε ὅρους, βάλε ὅρους, τὸ ὁποῖον Βαλεορίτης, / ὅπερ ἐξεκίνησε άπὸ δῶ πέρα τραπεζίτης καὶ χρηματιστὴς, / καὶ ξαναγυρίζει τώρα ὀψιοκομιστής!... (Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Το νέον δάνειον, εφημερίδα Αθήναι, 7 Ιουλίου 1910)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηματιστής
[επεξεργασία]
- ↑ χρηματιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χρηματιστής < χρηματίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηματιστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος, εκείνος που κερδίζει χρήματα με κάποιο επάγγελμα
- ο διακινητής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)