χρηματιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | χρηματιστής | χρηματιστές |
γενική | χρηματιστή | χρηματιστών |
αιτιατική | χρηματιστή | χρηματιστές |
κλητική | χρηματιστή | χρηματιστές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηματιστής < αρχαία ελληνική χρηματιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηματιστής αρσενικό
- που ασχολείται με το χρηματιστήριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηματιστής
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χρηματιστής < χρηματίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηματιστής αρσενικό
- ο έμπορος, εκείνος που κερδίζει χρήματα με κάποιο επάγγελμα
- ο διακινητής