copy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
copy copies

copy (en)

  1. αντίγραφο
  2. (πληροφορική) αντιγραφή τύπου δεδομένων (data type), έχει δύο υπώνυμα: shallow copy και deep copy

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας copy
γ΄ ενικό ενεστώτα copies
αόριστος copied
παθητική μετοχή copied
ενεργητική μετοχή copying

copy (en)

  1. (μεταβατικό) αντιγράφω
  2. (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
    He copies other people's voices for us and we laugh.
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
    She copied her uncle’s voice perfectly.
    Μιμήθηκε τέλεια τη φωνή του θείου της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imitate