copy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
copy | copies |
copy (en)
- αντίγραφο
- (πληροφορική) αντιγραφή τύπου δεδομένων (data type), έχει δύο υπώνυμα: shallow copy και deep copy
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | copy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | copies |
αόριστος | copied |
παθητική μετοχή | copied |
ενεργητική μετοχή | copying |
copy (en)