copy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
copy | copies |
copy (en)
- το αντίγραφο, ένα πράγμα που είναι φτιαγμένο για να είναι το ίδιο με κάτι άλλο, ειδικά ένα έγγραφο ή ένα έργο τέχνης
- ↪ This painting is a copy.
- Αυτός ο πίνακας είναι αντίγραφο.
- ↪ I’ll make three copies of the letter.
- Θα κάνω τρία αντίγραφα της επιστολής.
- ↪ This painting is a copy.
- το αντίτυπο, ένα μόνο παράδειγμα βιβλίου, εφημερίδας κτλ. από τα οποία έχουν γίνει πολλά
- ↪ Only 100 copies of this book were sold.
- Από αυτό το βιβλίο πουλήθηκαν μόνο 100 αντίτυπα.
- ↪ Only 100 copies of this book were sold.
- (πληροφορική) αντιγραφή τύπου δεδομένων (data type), έχει δύο υπώνυμα: shallow copy και deep copy
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | copy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | copies |
αόριστος | copied |
παθητική μετοχή | copied |
ενεργητική μετοχή | copying |
copy (en)