τουρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουρισμός < αγγλική tourism < γαλλική tour < λατινική tornare < αρχαία ελληνική τόρνος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρισμός αρσενικό
- το ταξίδι στο εσωτερικό ή το εξωτερικό που έχει σκοπό την περιήγηση στα αξιοθέατα και την αναψυχή
- ο κλάδος της οικονομίας μιας χώρας που σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών σε επισκέπτες / ταξιδιώτες από το εξωτερικό ή το εσωτερικό
[επεξεργασία]
- αλητοτουρίστας
- αλητοτουρίστρια
- αντιτουριστικός
- οικοτουρισμός
- οικοτουριστικός
- τουρίστας
- τουριστικά
- τουριστικός
- τουρίστρια
- τουρ
- → δείτε τη λέξη τόρνος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
τουρισμός στη Βικιπαίδεια