αλητοτουρίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλητοτουρίστας αρσενικό (θηλυκό αλητοτουρίστρια)
- (μειωτικό) τουρίστας που φαίνεται να μην έχει πολλά χρήματα, ταξίδευει με σακίδιο στην πλάτη, δείχνει κακοντυμένος και συνήθως διανυκτερεύει στην ύπαιθρο (ελεύθερο κάμπινγκ)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλητοτουρίστας
|