ούρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ού‐ρα
- τονικό παρώνυμο: ουρά
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]ούρα!
- (παρωχημένο) ζήτω!
- ⮡ επί βασιλείας Όθωνα η πολεμική ιαχή ούρα! έλαβε χαρακτήρα ζητωκραυγής, κατά ξενική μίμηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ούρα
|
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ούρα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ούρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ούρο: σωματικό υγρό που εκκρίνεται από τα νεφρά και αποβάλλεται από την ουρήθρα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)