frame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
frame | frames |
frame (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | frame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frames |
αόριστος | framed |
παθητική μετοχή | framed |
ενεργητική μετοχή | framing |
frame (en)
- επινοώ, σκαρώνω
- αρθρώνω
- πλαισιώνω, κορνιζάρω, καδράρω
- ↪ I framed my degree. - καδράρισα το πτυχίο του
- καδράρω, φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης
- ↪ He framed the shot first and then he started filming.
- Kαδράρισε τη βολή πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.
- ↪ He framed the shot first and then he started filming.
- στην αργκό: στήνω, νοθεύω, σκευωρώ