frame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
frame | frames |
frame (en)
- το πλαίσιο, η κορνίζα, το κάδρο
- ⮡ the frame of a picture - το πλαίσιο μιας φωτογραφίας
- ⮡ picture frames - κορνίζες φωτογραφιών
- ⮡ Lower the frame a little more.
- Κατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη.
- ο σκελετός, το τμήμα στήριξης μιας κατασκευής, ο φέρων οργανισμός
- ⮡ The inflexible frame of the building withstood the earthquake.
- Ο αλύγιστος σκελετός του κτιρίου άντεξε στον σεισμό.
- ⮡ The inflexible frame of the building withstood the earthquake.
- (συνήθως πληθυντικός) ο σκελετός των γυαλιών
- ⮡ He was wearing glasses with gold frames.
- Φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό.
- ⮡ He was wearing glasses with gold frames.
- το σώμα, η εξωτερική μορφή του σώματος
- ⮡ She has a slender frame.
- Έχει λεπτό σώμα.
- ⮡ She has a slender frame.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | frame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | frames |
αόριστος | framed |
παθητική μετοχή | framed |
ενεργητική μετοχή | framing |
frame (en)
- πλαισιώνω, κορνιζάρω, καδράρω, περιβάλλω κάτι με πλαίσιο
- ⮡ I am framing the picture.
- Πλαισιώνω τον πίνακα.
- ⮡ I framed my degree.
- Καδράρισα το πτυχίο του.
- ⮡ I am framing the picture.
- πλαισιώνω, περιβάλλω κάτι ή κάποιον με τρόπο που κάνει μια ελκυστική εικόνα
- ⮡ A large hat framed her beautiful face.
- Ένα μεγάλο καπέλο πλαισίωνε το όμορφο πρόσωπό της.
- ⮡ A large hat framed her beautiful face.
- σκηνοθετώ κατηγορία για να μπλέξω κάποιον, κάνω σκευωρία, φτιάχνω ψευδείς αποδείξεις εναντίον ενός αθώου για να πιστεύουν οι άλλοι ότι είναι ένοχος
- ⮡ They framed the accusation to incriminate him.
- Σκηνοθέτησαν την κατηγορία για να τον ενοχοποιήσουν.
- ⮡ They framed her with a fake story.
- Σκηνοθέτησαν μια ψεύτικη ιστορία για να την μπλέξουν.
- ⮡ He said he was framed.
- Είπε ότι ήταν θύμα σκευωρίας.
- ⮡ They framed the accusation to incriminate him.
- διατυπώνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ You will have to be careful how you frame the question.
- Θα πρέπει να προσέξεις πώς θα διατυπώσεις την ερώτηση.
- ⮡ You will have to be careful how you frame the question.
- καδράρω, φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης
- ⮡ He framed the shot first and then he started filming.
- Καδράρισε τη βολή πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.
- ⮡ He framed the shot first and then he started filming.