frame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
frame frames

frame (en)

  1. το πλαίσιο, η κορνίζα, το κάδρο
    ⮡  the frame of a picture - το πλαίσιο μιας φωτογραφίας
    ⮡  picture frames - κορνίζες φωτογραφιών
    ⮡  Lower the frame a little more.
    Κατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη.
  2. ο σκελετός, το τμήμα στήριξης μιας κατασκευής, ο φέρων οργανισμός
    ⮡  The inflexible frame of the building withstood the earthquake.
    Ο αλύγιστος σκελετός του κτιρίου άντεξε στον σεισμό.
  3. (συνήθως πληθυντικός) ο σκελετός των γυαλιών
    ⮡  He was wearing glasses with gold frames.
    Φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό.
  4. το σώμα, η εξωτερική μορφή του σώματος
    ⮡  She has a slender frame.
    Έχει λεπτό σώμα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας frame
γ΄ ενικό ενεστώτα frames
αόριστος framed
παθητική μετοχή framed
ενεργητική μετοχή framing

frame (en)

  1. πλαισιώνω, κορνιζάρω, καδράρω, περιβάλλω κάτι με πλαίσιο
    ⮡  I am framing the picture.
    Πλαισιώνω τον πίνακα.
    ⮡  I framed my degree.
    Καδράρισα το πτυχίο του.
  2. πλαισιώνω, περιβάλλω κάτι ή κάποιον με τρόπο που κάνει μια ελκυστική εικόνα
    ⮡  A large hat framed her beautiful face.
    Ένα μεγάλο καπέλο πλαισίωνε το όμορφο πρόσωπό της.
  3. σκηνοθετώ κατηγορία για να μπλέξω κάποιον, κάνω σκευωρία, φτιάχνω ψευδείς αποδείξεις εναντίον ενός αθώου για να πιστεύουν οι άλλοι ότι είναι ένοχος
    ⮡  They framed the accusation to incriminate him.
    Σκηνοθέτησαν την κατηγορία για να τον ενοχοποιήσουν.
    ⮡  They framed her with a fake story.
    Σκηνοθέτησαν μια ψεύτικη ιστορία για να την μπλέξουν.
    ⮡  He said he was framed.
    Είπε ότι ήταν θύμα σκευωρίας.
  4. διατυπώνω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  You will have to be careful how you frame the question.
    Θα πρέπει να προσέξεις πώς θα διατυπώσεις την ερώτηση.
  5. καδράρω, φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης
    ⮡  He framed the shot first and then he started filming.
    Καδράρισε τη βολή πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.