καδράρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καδράρω
- τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία σε κάδρο
- φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης