καδράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καδράρω < ουσιαστικό κάδρο + επίθημα -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

καδράρω

  1. τοποθετώ εικόνα ή φωτογραφία σε κάδρο
  2. φροντίζω την γωνία της φωτογραφικής ή κινηματογραφικής λήψης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]