living
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
living (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
living (en)
- a living proof - μια ζωντανή απόδειξη