live
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά 1[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | live |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lives |
αόριστος | lived |
παθητική μετοχή | lived |
ενεργητική μετοχή | living |
live (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- live by: επιβιώνω, τα βγάζω πέρα
- (something) to live by: αρχές, αξίες ζωής
Προφορά 2[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
live (en) (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα[επεξεργασία]
live (en)
- ζωντανά, καθώς εξελίσσεται
- the recital was broadcast live on the radio : το ρεσιτάλ μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο