live

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɪv/
ενεστώτας live
γ΄ ενικό ενεστώτα lives
αόριστος lived
παθητική μετοχή lived
ενεργητική μετοχή living

live (en)

  1. (αμετάβατο) μένω, έχω το σπίτι μου σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  Daphne is Greek and lives in Athens.
    Η Δάφνη είναι Ελληνίδα και μένει στην Αθήνα.
    ⮡  I live right downtown.
    Μένω ακριβώς στο κέντρο.
    ⮡  When I retire, I will go and live in the country.
    Όταν πάρω τη σύνταξη θα εγκατασταθώ στην εξοχή.
  2. ζω

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • live by: επιβιώνω, τα βγάζω πέρα
  • (something) to live by: αρχές, αξίες ζωής

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laɪv/

Επίθετο

[επεξεργασία]

live (en)

  1. ζωντανός, που ζει
    ⮡  live fish/bait - ζωντανό ψάρι/δόλωμα
  2. ζωντανός, για μια εκπομπή που μεταδίδεται ενώ συμβαίνει το συμβάν
    ⮡  The transmission of the game is live.
    Η μετάδοση του αγώνα είναι ζωντανή.
  3. ζωντανός, για ένα θέαμα που συμβαίνει όταν ο κόσμος παρακολουθεί
    ⮡  a live recording of a theatrical performance - ζωντανή μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης
  4. ζωντανός, για ηχογράφηση που έγινε σε παράσταση, όχι σε στούντιο ηχογράφησης
    ⮡  a live recording of a concert - ζωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

live (en)

  • ζωντανά, καθώς εξελίσσεται
    ⮡  The recital was broadcast live on the radio.
    Το ρεσιτάλ μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]