μετόπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετόπη | οι | μετόπες |
γενική | της | μετόπης | των | μετοπών |
αιτιατική | τη | μετόπη | τις | μετόπες |
κλητική | μετόπη | μετόπες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μετόπη < (ελληνιστική κοινή) μετόπη < μετά + αρχαία ελληνική ὀπή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετόπη θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) πλάκα τετράγωνου σχήματος που βρίσκεται σε (αρχαία) οικοδομήματα στο κενό μεταξύ δύο τριγλύφων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μετόπη στη Βικιπαίδεια