theft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
theft thefts

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

theft (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η κλοπή
    A ring of young people committed thefts.
    Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]