stealing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stealing stealings

stealing (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη theft

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

stealing (en)