επιδερμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épidermique < αρχαία ελληνική ἐπιδερμίς + -ικός[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]επιδερμικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται, ανήκει ή βρίσκεται στην επιδερμίδα
- επιδερμικό τραύμα
- (μεταφορικά, για ανθρώπινη ενέργεια) που είναι πρόχειρος, επιπόλαιος και όχι λεπτομερής
- επιδερμική αντίληψη, επιδερμική εξέταση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επιδερμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)