αναλυτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλυτικότητα < αναλυτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναλυτικότητα θηλυκό
- η ικανότητα / ιδιότητα του να είναι κανείς αναλυτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναλυτικότητα
|