αλκαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αλκαλικός, -η, -ο
- (χημεία) που έχει τις ιδιότητες αλκαλίου, ή που περιέχει αλκάλιο
αλκαλικός, -η, -ο