original
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- original < λατινική originalis
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔ.ʁi.ʒi.nal/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | original | originaux |
θηλυκό | originale | originales |
original (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
original | originaux |
original (fr) αρσενικό
- το πρωτότυπο έργο